Οι μεγάλες αγάπες γονατίζουν και πεθαίνουν στη μέση του δρόμου, όχι στο τέρμα.
Είναι καταραμένες από την κούνια τους, είναι ματωμένες από τότε που ένιωσαν το πρώτο σκίρτημα. Είναι σαν ένας μολυσμένος ιστός να γεννάει μέσα στο αίμα τους. Θέλουνε να ζήσουνε αλλά δεν μπορούνε. Ζητάνε την αιωνιότητα, αλλά την αποκτούν μόνο όταν πεθάνουν. Τελειώνουν, χωρίς να μπορούμε να καταλάβουμε το πως και το γιατί, λες και ένας αόρατος εχθρός καροδοκεί συνέχεια την ευτυχία τους.
Οι μεγάλες αγάπες φοράνε κουρέλια δεν ντύνονται με χρυσάφι, βρέχονται στην άκρη των βράχων και στεγνώνουν στο λιοπύρι στην έρημο.
Έχεις δει το βλέμμα ενός ανθρώπου που έχασε εκείνον που αγαπάει; Κενό, γκρίζο, σχεδόν παγωμένο σαν το νερό που πέφτει χειμώνα από την πηγή.
Έχεις δει πως περπατάει εκείνος που έχασε τον άνθρωπο του; Σαν να ψάχνει για νάρκες ανάμεσα στα βήματα του. Έχεις δει πως γελάει, εκείνος που δεν θα ξαναγελάσει μαζί με τον αγαπημένο του; Σαν να έχει σταθεί ένας σκορπιός μέσα στο στόμα του και φοβάται μήπως τον τσιμπήσει.
Οι μεγάλες αγάπες δεν γερνάνε μαζί. Χωρίζουνε νέοι και λαμπεροί εκείνοι που αγαπιούνται πολύ, και συνεχίζουν την ζωή τους αδειάζοντας την λύπη τους, μέρα με την μέρα από πάνω τους..
Μέχρι που η λύπη δεν θα υπάρχει πια, ούτε και εκείνοι όμως.
~ Μπέττυ Κούτσιου ~
Για τη δημοσίευση ευχαριστώ τη φίλη μου Tina Palli
Δημοσίευση σχολίου