©ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΕΡΔΙΚΑΡΗΣ - Ποίηση, Λογοτεχνία, Ποιητικές Συλλογές, Ποιητικές Ανθολογίες.

Η ιστορία μιας μικρής Αμμοχωστιανής Προσφυγοπούλας

Γράφει η Μαρία Ιωάννου - Φίλη

Η ιστορία μιας μικρής Αμμοχωστιανής Προσφυγοπούλας.
 
Μόλις ο ήλιος ανέτειλε πίσω από τα όμορφα βράχια του Κωνστάντια στον γαλάζιο ουρανό της Αμμοχώστου, οι χρυσοκεντημένες αχτίδες  του γλίστρησαν δειλά - δειλά μέσα από μισόκλειστες  πρασινωπές γρίλιες του παραθύρου και βρέθηκαν στο δωμάτιο της μικρής Πηνελόπης που κοιμόταν ανέμελα στο κρεβατάκι της.
Την  ακούμπησαν και έγινε χάδι απαλό  στο όμορφο προσωπάκι της και η μικρή τρεμόπαιξε τα βλέφαρά της, άνοιξε τα όμορφα ματάκια της χαμογελώντας τους που  ήταν η δική της καλημέρα. Ανασηκώνεται στο κρεβάτι τεντώνει τα χεράκια της, παραμερίζει τα κλινοσκεπάσματα και πριν καλά - καλά ακουμπήσει τα ποδαράκια της στο πάτωμα λες και πέταξε σαν μικρό χελιδονάκι  στο μπάνιο σιγοτραγουδώντας. Έπιασε πίσω αλογοουρά με το πολύχρωμο κοκαλάκι που της χάρισε στα γενέθλιά της η αγαπημένη της φίλη η Αναστασία τα μακριά καστανά μαλλιά της, ντύθηκε με το γαλάζιο φόρεμα που της έφτιαξε η νονά της και πάλι σίφουνας στην κουζίνα κάνει μια μεγάλη αγκαλιά στην μητέρα της την Μαρίνα, στην θεία της Γιώτα και στα αδέρφια της Γιάννη, Ερμή, Γιώργο, Βαρνάβα και στην μεγαλύτερη αδερφή της την Ναυσικά και κάθεται και αυτή  στο στρωμένο τραπέζι για να πάρει το πρωινό της, ποιο πρωινό δηλαδή αφού βιαζόταν να βρεθεί με τις αγαπημένες φίλες της για παιχνίδι. Σάββατο βλέπετε ημέρα ανεμελιάς και παιχνιδιού για την Πηνελόπη, την Αναστασία και την Ρεβέκκα.  Να ήρθαν, ήρθαν αναφωνεί, τρέχει και τις αγκαλιάζει και τις δύο, τις τραβάει και χαρούμενες τρυπώνουν στο μοσχομυρισμένο από τις ευωδιές των λεμονανθών και των πορτοκαλανθών περιβόλι της γιαγιάς και του παππού στην Αμμόχωστο. Εκεί ήταν ο δικός της θεόρατος και καταπράσινος Παράδεισος όπως τον αποκαλούσε η μικρή Πηνελόπη με κάθε λογής πορτοκαλιών, λεμονιών, ροδιές και οι αγαπημένες συκιές της.
Σκαρφάλωνε συχνά στον νερόμυλο της και έβλεπε μέχρι εκεί που δεν έφτανε ανθρώπου μάτι. Ανάμεσα από τα άσπρα συννεφάκια να ξεπροβάλλει ο χρυσοκίτρινος ήλιος να ρίχνει τις χρυσαφένιες του αχτίδες στην γαλάζια θάλασσα της και στην χρυσή αμμουδιά της να γίνονται ένα χρυσίζοντας την ακόμα πιο πολύ και σε θάμπωνε το φως της, το καταπράσινο πέπλο των περιβολιών κεντημένο με τα χρυσά πορτοκάλια, τους λευκούς και μεθυστικούς λεμονανθούς και ανάμεσα να ξεφυτρώνουν οι υπερήφανοι ανεμόμυλοι με τις ξεχωριστές φτερωτές τους και ρίχνοντας ακόμα το βλέμμα της κάτω ήταν η δεξαμενή με τα χρυσόψαρα που κολυμπούσαν ανέμελα στα νερά της.
Εκεί πάνω ένοιωθε ελεύθερη και γέλαγε τρανταχτά και οι φίλες της το ίδιο  δυνατά  γέλια ,φωνές χαρούμενες, φωνές μικρών κοριτσιών που τις άκουγε και ο νερόμυλος και μεθούσε μαζί τους και άρχιζε και αυτός να γυρίζει και να μπαίνει σε ένα κυκλικό χορό μαζί με τα φτερά του και δώστου μαζί το κελαρυστό νερό  να κυλάει γρήγορα στο αυλάκι και να ποτίζονται οι πορτοκαλιές στο όμορφο περιβόλι σχηματίζοντας ακόμα αυλακάκια από μικρές μικρές μοναδικές λιμνούλες και τότε έβρισκαν την ευκαιρία τα κορίτσια με τα γυμνά ποδαράκια τους να ξαποσταίνουν  πλατσουρίζοντας στο νερό τους.
Αυτές χαίρονταν το παιχνίδι τους και στα πυκνά φυλλώματα των αρωματισμένων πορτοκαλιών τους κρατούσαν συντροφιά τα μικρά πουλάκια που σαν περίτεχνοι ξακουστοί χτιστάδες σε ολόκληρη την γη έκτισαν τις φωλιές τους.
Εκεί τραγουδούσαν ολοήμερα με την κελαρυστή φωνή τους που μέσα έκρυβε κάθε λογής όμορφα μουσικά όργανα, ένα φλάουτο ,μια γλυκιά φυσαρμόνικα, ένα ακορντεόν. Και τα κορίτσια τα χάζευαν να πετάνε πότε ψηλά πότε χαμηλά με τα χρωματιστά   φτερά τους να παίζουν την μια κυνηγητό και την άλλη να κατεβαίνουν κοντά τους και να παίζουν μαζί τους πλατσουρίζοντας και αυτά στο νερό με τα φτερά τους .
Όλα ήταν μαγικά για αυτήν ,την οικογένεια της και τις φίλες της. Κανένας δεν ήξερε  ποιο κακό χέρι θα έφερνε το μαύρο σύννεφο και θα έκρυβε τις χρυσοκίτρινες ηλιαχτίδες του βασιλιά Ήλιου από την μια στιγμή στην άλλη.  Αυτό το μαύρο σύννεφο σκέπασε τον ουρανό της πόλης,  την απέραντη γαλάζια θάλασσα της και ο φιλόξενος Παράδεισος της Πηνελόπης ξαφνικά της έφερε  φόβο και την σκέψη μιας πολύ κοντινής απειλής.
Το ένοιωσε ότι δεν ήταν πια το ίδιο για αυτήν γιατί οι σιρήνες του πολέμου ήχησαν και τα αεροπλάνα του εχθρού έριχναν από  ψηλά.  
Ξαφνικά αυτή, η οικογένεια της, οι φίλες της, τα γειτονόπουλα της όλοι οι κάτοικοι ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΕΝΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕ ΤΟ ΌΝΟΜΑ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ ΕΓΙΝΑΝ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ.
Η μικρή Πηνελόπη και η οικογένεια της έπρεπε να εγκαταλείψουν την Πόλη που γεννήθηκαν και να αναζητήσουν νέα Πατρίδα για μια καινούργια ζωή και με την Πίστη και την Ελπίδα στην καρδιά ότι κάποια στιγμή θα επιστρέψουν ξανά στην Ελεύθερη Πόλη τους. Και να η Πηνελόπη και η οικογένεια της με τα λιγοστά πράγματα που τους έδωσαν από τον Ερυθρό Σταύρο τοποθετημένα  σε ένα μικρό βαλιτσάκι βρίσκονται στο κατάστρωμα του πλοίου "Κνωσσός" στο λιμάνι της Λεμεσού.  
Ήταν πολλοί Πρόσφυγες  μαζί που ταξίδευαν και αυτοί για την Ελλάδα, όλοι στενοχωρημένοι και με βουρκωμένα μάτια. Η μικρή Πηνελόπη όμως ήταν ένα γενναίο κορίτσι και χωρίς να το περιμένει κανείς ξαφνικά βρέθηκε στην μέση του καταστρώματος. Φάνταζε τόσο όμορφη μέσα στο γαλάζιο φόρεμα που της έδωσαν από τον Ερυθρό  Σταυρό (προσφορές αγάπης συνανθρώπων μας από όλα τα μέρη του κόσμου) αν και ήταν μεγαλύτερο από το νούμερο της ήταν τέλειο πάνω της και το μουτράκι της με τα σπινθηροβόλα μελισσιά ματάκια της ήταν τόσο φωτεινό και χαρωπό, αλλά και το καινούριο κοντό κούρεμα των μαλλιών της της πήγαινε θαυμάσια. Μπορώ να πω φάνταζε σαν ένα μικρό αγγελάκι.
Η Πηνελόπη κρατώντας στο χέρι της μια μικρή τσάντα άρχισε με δυνατή και σταθερή φωνή να απευθύνεται σε όλους τους πρόσφυγες βλέποντας τους να κλαίνε.
Τους μιλούσε με αγάπη εμψυχώνοντας τους να μην νοιώθουν φόβο για την νέα αρχή και για τυχόν εμπόδια, ταλαιπωρίες, κινδύνους που μπορεί να συναντήσουν στην νέα πατρίδα μας την Ελλάδα.
Τους δίνει δύναμη, θάρρος μια μικρή ευαίσθητη ψυχή. Τους δείχνει τον άγνωστο δρόμο της νέας αρχής της ζωής τους.                       
Μετά από 48 ώρες ταξίδι στην θάλασσα χαράματα έφτασαν στο φωτισμένο και πανέμορφο λιμάνι του Πειραιά που τόσες φορές της μίλησε η γιαγιά της η Μαρία και όχι μόνο της έμαθε και το τραγούδι τα παιδιά του Πειραιά. Χαμογέλασε, πήρε βαθιές ανάσες και γλίστρησε το χεράκι  της στην παλάμη του χεριού της γιαγιάς της και με την γλυκιά φωνούλα της λέει δυνατά, γιαγιά αλήθεια ο Πειραιάς είναι μαγικός. Ήρθε και η ημέρα για την νέα αρχή της Πηνελόπης στο δημοτικό σχολείο.
Έτοιμη από νωρίς χαρούμενη αλλά και με κάποιες μικρές σκέψεις να απασχολούν το μαμουδάκι της όπως πως  θα την δεχτούν οι νέοι συμμαθητές της, τι εντύπωση θα τους κάνει κ.λ.π. Όμως δεν τις άφησε για πολύ να την απασχολήσουν και τις κρύψουν την χαρά της επιστροφής στο σχολείο.
Σημειωτέον ότι η Πηνελόπη αγαπούσε πολύ το σχολείο. Μια και δυο η γιαγιά Μαρία με την Πηνελόπη περνάνε την διάβαση των Πεζών και να σου μπροστά τους το φρεσκοβαμμένο με κεραμίδι χρώμα σχολείο. Περνάει επιτέλους την καγκελόπορτα του σχολείου. Τα άλλα παιδάκια την κοίταζαν περίεργα, η Πηνελόπη όμως τους χαμογελάει αυτά νοιώθουν λίγο δύσπιστα για το χαμόγελο μιας άγνωστης για αυτούς συμμαθήτρια. Χτυπάει επιτέλους το κουδούνι και τελευταία στην σειρά η Πηνελόπη ακολουθεί τα άλλα παιδιά για να βρεθεί στην αίθουσα που γράφει στην πόρτα Στ 2, η τάξη της.
Στην πόρτα στέκεται μια πολύ όμορφη δεσποινίδα, η δασκάλα της με το όνομα Ανθή. Ακούμπησε το ένα χέρι της στον ώμο της και με το άλλο χέρι κράτησε το χέρι της Πηνελόπης και της συστήθηκε με ένα πλατύ και ανοιχτόκαρδο χαμόγελο. Μετά την πήρε από το χέρι και την έβαλε μπροστά από τον πίνακα και απευθύνθηκε σε όλα τα παιδιά της τάξης, συστήνοντας την Πηνελόπη λέγοντας τους ότι είναι πρόσφυγας από την Αμμόχωστο και το σπίτι της το πήραν οι Τούρκοι και για αυτό είναι στην Ελλάδα με την οικογένεια της και τους ζητάει να την καλωσορίσουν.
Τα περισσότερα παιδιά το έκαναν, όμως τρία παιδιά που κάθονταν στα πίσω θρανία γέλασαν κοροϊδευτικά όταν  η Πηνελόπη είπε ευχαριστώ. Τους φάνηκε όπως ψιθύρισαν ο ένας στον άλλο αλλιώτικη η προφορά ομιλίας της  Πηνελόπης από την δική τους. Η Πηνελόπη το άκουσε όμως δεν μίλησε καθόλου και ούτε έδειξε ότι μέσα της λιγάκι στενοχωρέθηκε. Πίστευε ότι τα λένε γιατί δεν την γνώρισαν ακόμα, για αυτά τα παιδιά ήταν μία ξένη.                        
Κάθισε στο θρανίο που της υπέδειξε η δασκάλα και για διπλανή της ήταν η Λιάνα  που ανήκε στην ομάδα των άλλων δύο παιδιών που γέλασαν μαζί της. Τα αγόρια ήταν ο Λουκάς και ο Αντώνης και τα τρία παιδιά καλοντυμένα από πλούσιες οικογένειες όμως κακομαθημένα. Η Λιάνα μόλις είδε την Πηνελόπη να κάθεται δίπλα της κοκκίνησε από θυμό και σηκώθηκε από την καρέκλα της και έκανε να διαμαρτυρηθεί όμως η δασκάλα με ύφος αυστηρό της είπε να παραμείνει στην θέση της. Ένα κρυφό δάκρυ κύλησε από τα μάτια της μικρής προσφυγοπούλας.
Το κουδούνι για διάλειμμα την ανακούφισε πολύ, θα έμενε για λίγο μόνη της και για συντροφιά θα είχε το τετράδιο ή καλύτερα να πω ένα λεύκωμα με φωτογραφίες από την Αμμόχωστο της, αφιερώσεις από τις φίλες της και τις δικές της  σημειώσεις από τις όμορφες στιγμές πριν ταξιδέψει για να βρει καταφύγιο σε άλλη πατρίδα.
Φυσικά ήθελε να έχει και συντροφιά τους νέους συμμαθητές της, ένοιωθε ολομόναχη και λυπημένη από την συμπεριφορά αυτών των τριών συμμαθητών της. Εκτός όμως από το λεύκωμα της είχε φέρει μαζί της ένα κοχύλι της θάλασσας. Το κουβαλούσε μαζί της στην μικρή τσαντούλα της από την ώρα που αποχωρίστηκε την γλυκιά της Πόλη με τέτοιο βίαιο τρόπο.Κοίταξε γύρω της στον αυλόγυρο του σχολείου που θα καθίσει.  Κάθισε σε μια γωνία που βρισκόταν ένα μικρό παγκάκι και μπορούσε να βλέπει τα άλλα παιδάκια να παίζουν  την ώρα του διαλείμματος. Είδε όλα τα παιδάκια να τρέχουν μπροστά της πότε παίζοντας κρυφτό, κυνηγητό, να ρίχνουν μια μπάλα. Κουλουριασμένη η μικρή μας Πηνελόπη, μόνη της και λυπημένη που κανένας συμμαθητής της δεν ήρθε κοντά της να της μιλήσει ή να την καλέσει να συμμετέχει στο παιχνίδι τους. Αντίθετα αυτά τα τρία παιδιά πήγαν κοντά της και με έντονο ύφος της είπαν να πας πίσω στην Κύπρο σου.
Βούρκωσε η Πηνελόπη μας και ένας κόμπος στον λαιμό δεν την άφηνε να τους απαντήσει ότι ένα παιδί είναι σαν αυτούς. Δεν χρειάστηκε όμως να απαντήσει η Πηνελόπη διότι ξαφνικά έγινε κάτι απίστευτο. Ένα άλλο κοριτσάκι από την μεγαλύτερη τάξη του σχολείου ακούγοντας τα να μιλούν έτσι, ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της (ήτανε λίγο κοντούλα) στο όνομα Χριστιάνα με φωνή δυνατή απευθύνθηκε στην γνωστή παρέα.
Τι γνωρίζετε εσείς από ένα πόλεμο. Τι γνωρίζετε πως έζησε η Πηνελόπη εκείνες τις ημέρες του πολέμου, να χάνεις ανθρώπους που αγαπάς, τους παιδικούς σου φίλους, το Σπίτι που γεννήθηκες, να μην έχεις ρούχα να φορέσεις,
ψωμί και φαγητό? Ο πατέρας μου πολέμησε στην Κύπρο ήταν αξιωματικός  και τον άκουσα κρυφά να κλαίει και να εξιστορεί στην μητέρα μου την φρίκη του πολέμου που έλαβε χώρα στο πανέμορφο νησί της Κύπρου. Όλο αυτό τον καιρό δεν έχει σταματήσει ποτέ να ψάχνει τους φίλους του που πολέμησαν μαζί του και όχι μόνο ψάχνει και οικογένειες φίλων του για να τις βοηθήσει. Η Κύπρος είναι Ελλάδα. Η Πηνελόπη έλαμψε ολόκληρη ακούγοντας τα λόγια αυτής της υπέροχης συμμαθήτριας-κολλητή φίλη της πια. Κράτησε με ευλάβεια τα λόγια της στην καρδιά και στο μυαλό της.
Μετά από όλα αυτά τα παιδιά αυτά κατάλαβαν το λάθος τους, λυπήθηκαν πολύ και ζήτησαν συγνώμη στην Πηνελόπη.
Τότε η Πηνελόπη σηκώθηκε και όλοι μαζί έγιναν μια τεράστια αγκαλιά.
Χαρούμενη και συγκινημένη κρατώντας τον μικρό θησαυρό της το ΚΟΧΥΛΙ ΤΗΣ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ ΤΗΣ το άπλωσε με αγάπη από το ένα παιδί στο άλλο να το βάλει στο αυτί του και να ακούσει τους ήχους των κυμάτων της γαλαζοπράσινης και απέραντης θάλασσας που πριν το πόλεμο κολυμπούσε αμέριμνη και ελεύθερη.
Τους μίλησε για την Αγάπη που της μιλούσε τακτικά η μητέρα της τα βράδια πριν κοιμηθεί και τα παιδιά την άκουγαν με θαυμασμό και αυτή σαν μικρή νεραϊδούλα που τα ακουμπούσε με το μικρό γαλάζιο ραβδάκι της σκορπίζοντας γύρω την μοναδική νεραϊδόσκόνη της ΑΓΑΠΗΣ έτρεξαν όλα μαζί σε ένα παιχνίδι τρανταχτών γέλιων και με υπόσχεση ότι θα παραμείνουν φίλοι και σαν μια μεγάλη γροθιά ενωμένα για πάντα στα δύσκολα και στα εύκολα και κάτι άλλο τους υποσχέθηκε η Πηνελόπη ότι στην επιστροφή της Αμμοχώστου θα βρίσκονται όλοι μαζί της εκεί στην Χρυσή Αμμουδιά της να ανάψουν φωτιές μια  φεγγαρόλουστη βραδιά να τραγουδάνε και να χορεύουν μέχρι την ροδαλή ξεχωριστή Ανατολή της πεντάμορφης πόλης.

©Μαρία Ιωάννου-Φίλη.

Δημοσίευση σχολίου

Copyright © Ονειροκατασκευαστης.